- λογομύθιον
- λογο-μύθιον [pron. full] [ῡ], τό,A fabulous legend, Poll.2.123.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογομύθιον — λογομύθιον, τὸ (Α) μυθική ιστορία, μυθώδης διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + μύθιον (< μύθος), πρβλ. επι μύθιον, παρα μύθιον] … Dictionary of Greek
λογομύθιον — λογομύ̱θιον , λογομύθιον fabulous legend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek